Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόellèboro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [elˈlɛboro] 1 φυτό δηλητηριώδες γένους veratrum 2 φυτό γένους helleborus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |