Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ellèboro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [elˈlɛboro]

1 φυτό δηλητηριώδες γένους veratrum
2 φυτό γένους helleborus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elleborina ellenico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elitrasportato (επίθ.)
ella (προσωπ. αντων.)
Ellade (κύρ.όν. θηλ.)
elle (ουσ αρσ και θηλ.)
elleborina (θηλ.ουσ)
elleboro (ουσ αρσ )
ellenico (επίθ.)
ellenismo (ουσ αρσ )
ellenista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ellenistico (αρσ. επίθ και ουσ)
ellenizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Ellesponto (κύρ.όν. αρσ.)
ellisse (θηλ.ουσ)
ellissi (θηλ.ουσ)
ellissografo (ουσ αρσ )
ellissoidale (επίθ.)
ellissoide (ουσ αρσ )
ellitticamente (επίρ.)
ellittico (επίθ.)
elmetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---