Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόelmétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [elˈmetto] 1 κράνος ασφαλείας 2 κασκέτο 3 κράνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |