Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disvalóre (ουσ αρσ ) dittòngo (ουσ αρσ )
disvestìre (ρ. μτβ.) diurèsi, diùresi, diurèsi, diùresi (θηλ.ουσ)
disvestirsi (ρ.μ. (αντων.)) diurètico, diurètico (επίθ.)
disviàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) diùrna (θηλ.ουσ)
disvolére (ρ. μτβ.) diurnìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
ditàle (ουσ αρσ ) diùrno (αρσ. επίθ και ουσ)
ditàta (θηλ.ουσ) diuturnità (θηλ.ουσ)
diteggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) diutùrno (επίθ.)
diteggiatùra (θηλ.ουσ) dìva (θηλ.ουσ)
ditiràmbico (επίθ.) divagàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ditiràmbo (ουσ αρσ ) divagarsi (ρ.μ. (αντων.))
ditìsco (ουσ αρσ ) divagazióne (θηλ.ουσ)
dìto (ουσ αρσ ) divampàre (ρ.αμτβ.)
dìtta (θηλ.ουσ) divàno (ουσ αρσ )
dittàfono (ουσ αρσ ) divaricaménto (ουσ αρσ )
dìttamo (ουσ αρσ ) divaricàre (ρ. μτβ.)
dittatóre (ουσ αρσ ) divaricàto (επίθ.)
dittatoriàle (επίθ.) divaricatóre (ουσ αρσ )
dittatòrio (επίθ.) divaricazióne (θηλ.ουσ)
dittatùra (θηλ.ουσ) divàrio (ουσ αρσ )
dìtteri (ουσ αρσ πληθ.) divedére (ρ. μτβ.)
dìttero (επίθ.) diveggiàre (ρ.αμτβ.)
dìttico (ουσ αρσ ) divèllere (ρ. μτβ.)
dittongàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) divenìre (ουσ αρσ )
dittongazióne (θηλ.ουσ) divenìre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: