Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cucìto (ουσ αρσ ) cullàre (ρ. μτβ.)
cucìto (επίθ.) cullarsi (ρ.μ. (αντων.))
cucitóio (ουσ αρσ ) culminànte (επίθ.)
cucitóre (ουσ αρσ ) culminàre (ρ.αμτβ.)
cucitrìce (θηλ.ουσ) culminazióne (θηλ.ουσ)
cucitùra (θηλ.ουσ) cùlmine (ουσ αρσ )
cucù (ουσ αρσ ) cùlmo (ουσ αρσ )
cucù (ονοματ.) cùlo (ουσ αρσ )
cucùlo, cùculo (ουσ αρσ ) culottes (θηλ. ουσ πληθ.)
cucùrbita (θηλ.ουσ) cùlto (ουσ αρσ )
cucurbitàcee (θηλ. ουσ πληθ.) cultóre (ουσ αρσ )
cùffia (θηλ.ουσ) cultùra (θηλ.ουσ)
cugìna (θηλ.ουσ) culturàle (επίθ.)
cuginànza (θηλ.ουσ) culturalìsmo (ουσ αρσ )
cugìno (ουσ αρσ ) culturalìstico (επίθ.)
cùi (αναφ. αντων.) culturalménte (επίρ.)
culàccio (ουσ αρσ ) culturìsmo (ουσ αρσ )
culàta (θηλ.ουσ) culturìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
culatèllo (ουσ αρσ ) cumarìna (θηλ.ουσ)
culàtta (θηλ.ουσ) cumìno (ουσ αρσ )
culbiànco (ουσ αρσ ) cumulàbile (επίθ.)
cul–de–sac (ουσ αρσ ) cumulàre (ρ. μτβ.)
culinària (θηλ.ουσ) cumularsi (ρ.μ. (αντων.))
culinàrio (επίθ.) cumulatìvo (επίθ.)
cùlla (θηλ.ουσ) cumulazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: