Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόculbiànco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,kulˈbjanko] 1 ασπρόκωλος (πουλί) 2 οινάνθη (πουλί) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |