Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


culàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈlatʧo]

στρογγυλό κρέατος (στη μαγειρική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cui culata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuffia (θηλ.ουσ)
cugina (θηλ.ουσ)
cuginanza (θηλ.ουσ)
cugino (ουσ αρσ )
cui (αναφ. αντων.)
culaccio (ουσ αρσ )
culata (θηλ.ουσ)
culatello (ουσ αρσ )
culatta (θηλ.ουσ)
culbianco (ουσ αρσ )
cul–de–sac (ουσ αρσ )
culinaria (θηλ.ουσ)
culinario (επίθ.)
culla (θηλ.ουσ)
cullare (ρ. μτβ.)
cullarsi (ρ.μ. (αντων.))
culminante (επίθ.)
culminare (ρ.αμτβ.)
culminazione (θηλ.ουσ)
culmine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---