Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcùlmine
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkulmine] 1 κορύφωση 2 ανώτατο δυνατό επίπεδο 3 μεσουράνημα 4 ύψιστος βαθμός 5 απόγειο 6 κορυφή 7 ακμή 8 αποκορύφωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |