Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkulto]

1 λατρεία
2 θρησκευτική πίστη και λατρεία
3 σύμβολο πίστεως
4 δόγμα
5 θρήσκευμα
6 πίστη
7 ευλάβεια
8 σέβας
9 θρησκεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  culottes cultore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

culminazione (θηλ.ουσ)
culmine (ουσ αρσ )
culmo (ουσ αρσ )
culo (ουσ αρσ )
culottes (θηλ. ουσ πληθ.)
culto (ουσ αρσ )
cultore (ουσ αρσ )
cultura (θηλ.ουσ)
culturale (επίθ.)
culturalismo (ουσ αρσ )
culturalistico (επίθ.)
culturalmente (επίρ.)
culturismo (ουσ αρσ )
culturista (ουσ αρσ και θηλ.)
cumarina (θηλ.ουσ)
cumino (ουσ αρσ )
cumulabile (επίθ.)
cumulare (ρ. μτβ.)
cumularsi (ρ.μ. (αντων.))
cumulativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---