Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùlmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkulmo]

1 μίσχοι φυτών μετά την συγκομιδή
2 καρβουνόσκονη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  culmine culo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cullarsi (ρ.μ. (αντων.))
culminante (επίθ.)
culminare (ρ.αμτβ.)
culminazione (θηλ.ουσ)
culmine (ουσ αρσ )
culmo (ουσ αρσ )
culo (ουσ αρσ )
culottes (θηλ. ουσ πληθ.)
culto (ουσ αρσ )
cultore (ουσ αρσ )
cultura (θηλ.ουσ)
culturale (επίθ.)
culturalismo (ουσ αρσ )
culturalistico (επίθ.)
culturalmente (επίρ.)
culturismo (ουσ αρσ )
culturista (ουσ αρσ και θηλ.)
cumarina (θηλ.ουσ)
cumino (ουσ αρσ )
cumulabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---