Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcùlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkulo] ο κώλος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere culo = είμαι κωλόφαρδος || vaffanculo! = γαμήσου! Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |