Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cultùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kulˈtura]

η μόρφωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cultore culturale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cultura [θηλ.] generale = οι γενικές γνώσεις [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

culmo (ουσ αρσ )
culo (ουσ αρσ )
culottes (θηλ. ουσ πληθ.)
culto (ουσ αρσ )
cultore (ουσ αρσ )
cultura (θηλ.ουσ)
culturale (επίθ.)
culturalismo (ουσ αρσ )
culturalistico (επίθ.)
culturalmente (επίρ.)
culturismo (ουσ αρσ )
culturista (ουσ αρσ και θηλ.)
cumarina (θηλ.ουσ)
cumino (ουσ αρσ )
cumulabile (επίθ.)
cumulare (ρ. μτβ.)
cumularsi (ρ.μ. (αντων.))
cumulativo (επίθ.)
cumulazione (θηλ.ουσ)
cumulo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---