Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùmulo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkumulo]

1 πλειοψηφία
2 πολλαπλότητα
3 σωρός
4 νέφος (κούμουλους)
5 πλουραλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cumulazione cumulonembo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cumulabile (επίθ.)
cumulare (ρ. μτβ.)
cumularsi (ρ.μ. (αντων.))
cumulativo (επίθ.)
cumulazione (θηλ.ουσ)
cumulo (ουσ αρσ )
cumulonembo (ουσ αρσ )
cuna (θηλ.ουσ)
cuneiforme (ουσ αρσ )
cuneiforme (επίθ.)
cuneo (ουσ αρσ )
cunetta (θηλ.ουσ)
cunicolo (ουσ αρσ )
cunicoltore (ουσ αρσ )
cunicoltura (θηλ.ουσ)
cuoca (θηλ.ουσ)
cuocere (ρ.αμτβ.)
cuocere (ρ. μτβ.)
cuocersi (ρ.μ. (αντων.))
cuoco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---