Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cuòcere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔʧere]

1 προσβάλλω έντονα
2 κεντρίζω
3 ταπεινώνω
4 είμαι καυστικός
5 ενοχλώ

cuòcere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔʧere]

ψήνω, ψένω, μαγειρεύω

cuocersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔʧersi]

1 ψήνω
2 ερωτεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cuoca cuoco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cunetta (θηλ.ουσ)
cunicolo (ουσ αρσ )
cunicoltore (ουσ αρσ )
cunicoltura (θηλ.ουσ)
cuoca (θηλ.ουσ)
cuocere (ρ.αμτβ.)
cuocere (ρ. μτβ.)
cuocersi (ρ.μ. (αντων.))
cuoco (ουσ αρσ )
cuoiaio (ουσ αρσ )
cuoiame (ουσ αρσ )
cuoio (ουσ αρσ )
cuora (θηλ.ουσ)
cuore (ουσ αρσ )
cuoriforme (επίθ.)
cupezza (θηλ.ουσ)
cupidigia (θηλ.ουσ)
cupido (επίθ.)
cupo (αρσ. επίθ και ουσ)
cupola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---