Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcùpo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkupo] 1 μελαγχολικός 2 βαθύς 3 σκυθρωπός 4 λιγομίλητος 5 βαρύθυμος 6 δυσοίωνος 7 σκοτεινιασμένος 8 ζοφερός 9 σκοτεινός 10 καταθλιπτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |