Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


curaçao  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kuraˈso]

λικέρ κουρασάο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  curabilità curante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuprico (επίθ.)
cuprismo (ουσ αρσ )
cura (θηλ.ουσ)
curabile (επίθ.)
curabilità (θηλ.ουσ)
curacao (ουσ αρσ )
curante (επίθ.)
curapipe (ουσ αρσ )
curare (ρ. μτβ.)
curarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
curarico (επίθ.)
curarina (θηλ.ουσ)
curarizzare (ρ. μτβ.)
curarizzazione (θηλ.ουσ)
curaro (ουσ αρσ )
curatamente (επίρ.)
curatela (θηλ.ουσ)
curativo (επίθ.)
curato (ουσ αρσ )
curatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---