Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkura]

1 η φροντίδα
2 (dedizione) η επιμελέτεια
3 (medica) η θεραπεία, η κούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cuprismo curabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cupola (θηλ.ουσ)
cupolone (ουσ αρσ )
cupreo (επίθ.)
cuprico (επίθ.)
cuprismo (ουσ αρσ )
cura (θηλ.ουσ)
curabile (επίθ.)
curabilità (θηλ.ουσ)
curacao (ουσ αρσ )
curante (επίθ.)
curapipe (ουσ αρσ )
curare (ρ. μτβ.)
curarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
curarico (επίθ.)
curarina (θηλ.ουσ)
curarizzare (ρ. μτβ.)
curarizzazione (θηλ.ουσ)
curaro (ουσ αρσ )
curatamente (επίρ.)
curatela (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---