Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkura] 1 η φροντίδα 2 (dedizione) η επιμελέτεια 3 (medica) η θεραπεία, η κούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |