Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


curàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈrare]

γιατρεύω, φροντίζω

curàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kuˈrarsi]

1 νοιάζομαι
2 περιποιούμαι
3 προσέχω
4 ακολουθώ κάποια θεραπεία
5 φροντίζω τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  curapipe curarico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curabile (επίθ.)
curabilità (θηλ.ουσ)
curacao (ουσ αρσ )
curante (επίθ.)
curapipe (ουσ αρσ )
curare (ρ. μτβ.)
curarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
curarico (επίθ.)
curarina (θηλ.ουσ)
curarizzare (ρ. μτβ.)
curarizzazione (θηλ.ουσ)
curaro (ουσ αρσ )
curatamente (επίρ.)
curatela (θηλ.ουσ)
curativo (επίθ.)
curato (ουσ αρσ )
curatore (ουσ αρσ )
curcas (ουσ αρσ )
curculione (ουσ αρσ )
curcuma (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---