Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcuratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kuraˈtore] 1 διαχειριστής περιουσίας πτώχευσης 2 κηδεμόνας 3 διαχειριστής 4 επίτροπος διαχείρισης 5 αναγκαστικός διαχειριστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |