Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcuratèla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kuraˈtɛla] 1 αναγκαστική διαχείριση 2 εποπτεία χώρας 3 κηδεμονία 4 επιτροπεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |