Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcurcumìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kurkuˈmina] 1 βαφική ή καρύκευμα από κουρκούμη 2 χρωστική curcuma longa 3 χρυσόρριζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |