Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


curcumìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kurkuˈmina]

1 βαφική ή καρύκευμα από κουρκούμη
2 χρωστική curcuma longa
3 χρυσόρριζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  curcuma curdo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curato (ουσ αρσ )
curatore (ουσ αρσ )
curcas (ουσ αρσ )
curculione (ουσ αρσ )
curcuma (θηλ.ουσ)
curcumina (θηλ.ουσ)
curdo (ουσ αρσ )
curdo (επίθ.)
curia (θηλ.ουσ)
curiale (αρσ. επίθ και ουσ)
curialesco (επίθ.)
curiato (επίθ.)
curie (ουσ αρσ )
curiosaggine (θηλ.ουσ)
curiosamente (επίρ.)
curiosare (ρ.αμτβ.)
curiosità (θηλ.ουσ)
curioso (ουσ αρσ )
curioso (επίθ.)
curricolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---