Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cuòco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔko]

ο μάγειρας, η μαγείρισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cuocersi cuoiaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cunicoltura (θηλ.ουσ)
cuoca (θηλ.ουσ)
cuocere (ρ.αμτβ.)
cuocere (ρ. μτβ.)
cuocersi (ρ.μ. (αντων.))
cuoco (ουσ αρσ )
cuoiaio (ουσ αρσ )
cuoiame (ουσ αρσ )
cuoio (ουσ αρσ )
cuora (θηλ.ουσ)
cuore (ουσ αρσ )
cuoriforme (επίθ.)
cupezza (θηλ.ουσ)
cupidigia (θηλ.ουσ)
cupido (επίθ.)
cupo (αρσ. επίθ και ουσ)
cupola (θηλ.ουσ)
cupolone (ουσ αρσ )
cupreo (επίθ.)
cuprico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---