Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cunìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈnikolo]

1 τρύπα-φωλιά στο έδαφος
2 τούνελ
3 τρύπα με τούνελ
4 υπόγεια δίοδος
5 σήραγγα
6 πηγάδι ορυχείου
7 υπόγεια γαλαρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cunetta cunicoltore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuna (θηλ.ουσ)
cuneiforme (ουσ αρσ )
cuneiforme (επίθ.)
cuneo (ουσ αρσ )
cunetta (θηλ.ουσ)
cunicolo (ουσ αρσ )
cunicoltore (ουσ αρσ )
cunicoltura (θηλ.ουσ)
cuoca (θηλ.ουσ)
cuocere (ρ.αμτβ.)
cuocere (ρ. μτβ.)
cuocersi (ρ.μ. (αντων.))
cuoco (ουσ αρσ )
cuoiaio (ουσ αρσ )
cuoiame (ουσ αρσ )
cuoio (ουσ αρσ )
cuora (θηλ.ουσ)
cuore (ουσ αρσ )
cuoriforme (επίθ.)
cupezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---