Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cuneifórme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,kuneiˈforme]

σφηνοειδές (οστό)

cuneifórme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,kuneiˈforme]

σφηνοειδής (γραφή)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cuna cuneo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cumulativo (επίθ.)
cumulazione (θηλ.ουσ)
cumulo (ουσ αρσ )
cumulonembo (ουσ αρσ )
cuna (θηλ.ουσ)
cuneiforme (ουσ αρσ )
cuneiforme (επίθ.)
cuneo (ουσ αρσ )
cunetta (θηλ.ουσ)
cunicolo (ουσ αρσ )
cunicoltore (ουσ αρσ )
cunicoltura (θηλ.ουσ)
cuoca (θηλ.ουσ)
cuocere (ρ.αμτβ.)
cuocere (ρ. μτβ.)
cuocersi (ρ.μ. (αντων.))
cuoco (ουσ αρσ )
cuoiaio (ουσ αρσ )
cuoiame (ουσ αρσ )
cuoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---