Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cumulàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kumuˈlare]

1 επισωρεύω
2 αποταμιεύω
3 δεματιάζω
4 στοιβάζω
5 θησαυρίζω
6 συσσωρεύω
7 μαζεύω

cumularsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kumuˈlarsi]

1 επισωρεύομαι
2 αθροίζομαι
3 συσσωρεύομαι
4 αυξάνομαι
5 συγκεντρώνομαι
6 προστίθεμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cumulabile cumulativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

culturismo (ουσ αρσ )
culturista (ουσ αρσ και θηλ.)
cumarina (θηλ.ουσ)
cumino (ουσ αρσ )
cumulabile (επίθ.)
cumulare (ρ. μτβ.)
cumularsi (ρ.μ. (αντων.))
cumulativo (επίθ.)
cumulazione (θηλ.ουσ)
cumulo (ουσ αρσ )
cumulonembo (ουσ αρσ )
cuna (θηλ.ουσ)
cuneiforme (ουσ αρσ )
cuneiforme (επίθ.)
cuneo (ουσ αρσ )
cunetta (θηλ.ουσ)
cunicolo (ουσ αρσ )
cunicoltore (ουσ αρσ )
cunicoltura (θηλ.ουσ)
cuoca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---