Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cullàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kulˈlare]

1 λικνίζω
2 χορεύω μωρό
3 κρατώ με προσοχή και στοργή
4 κουνάω μπρος-πίσω σαν σε κούνια
5 τοποθετώ σε λίκνο
6 νανουρίζω
7 γαλουχώ
8 κρατώ στην αγκαλιά
9 εξαπατώ
10 αποκοιμίζω
11 καταπραΰνω

cullarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kulˈlarsi]

1 λικνίζομαι
2 παραπλανιέμαι
3 πλανιέμαι
4 ξεγελιέμαι
5 βαυκαλίζομαι
6 κουνιέμαι σε κούνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  culla culminante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

culbianco (ουσ αρσ )
cul–de–sac (ουσ αρσ )
culinaria (θηλ.ουσ)
culinario (επίθ.)
culla (θηλ.ουσ)
cullare (ρ. μτβ.)
cullarsi (ρ.μ. (αντων.))
culminante (επίθ.)
culminare (ρ.αμτβ.)
culminazione (θηλ.ουσ)
culmine (ουσ αρσ )
culmo (ουσ αρσ )
culo (ουσ αρσ )
culottes (θηλ. ουσ πληθ.)
culto (ουσ αρσ )
cultore (ουσ αρσ )
cultura (θηλ.ουσ)
culturale (επίθ.)
culturalismo (ουσ αρσ )
culturalistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---