Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcùffia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkuffja] 1 (per ascoltare) τα ακουστικά 2 (per nuotare) το σκουφί permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcuffie [θηλ. πλυθ.] = τα ακουστικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |