Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcucù
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kuˈku] ο κούκος cucù ονοματοποιία Προσφορά I.P.A.: [kuˈku] 1 κούκου-τσα (σε μωρό) 2 κούκου! permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαorologio [αρσ.] a cucù = το ρολόι με κούκο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |