Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cucìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈʧito]

1 ραπτική τέχνη
2 ράψιμο
3 επάγγελμα κεντήστρας ή μοδίστρας

cucìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kuˈʧito]

ραμμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cucita cucitoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cucinino (ουσ αρσ )
cucinotto (ουσ αρσ )
cucire (ρ. μτβ.)
cucirino (ουσ αρσ )
cucita (θηλ.ουσ)
cucito (ουσ αρσ )
cucito (επίθ.)
cucitoio (ουσ αρσ )
cucitore (ουσ αρσ )
cucitrice (θηλ.ουσ)
cucitura (θηλ.ουσ)
cucù (ουσ αρσ )
cucù (ονοματ.)
cuculo (ουσ αρσ )
cucurbita (θηλ.ουσ)
cucurbitacee (θηλ. ουσ πληθ.)
cuffia (θηλ.ουσ)
cugina (θηλ.ουσ)
cuginanza (θηλ.ουσ)
cugino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---