Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcucirìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kuʧiˈrino] 1 νήμα για ραφές 2 κλωστή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |