Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cucìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈʧire]

ράβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cucinotto cucirino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


macchina [θηλ.] da cucire = η ραπτομηχανη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cucinabile (επίθ.)
cucinare (ρ. μτβ.)
cuciniere (ουσ αρσ )
cucinino (ουσ αρσ )
cucinotto (ουσ αρσ )
cucire (ρ. μτβ.)
cucirino (ουσ αρσ )
cucita (θηλ.ουσ)
cucito (ουσ αρσ )
cucito (επίθ.)
cucitoio (ουσ αρσ )
cucitore (ουσ αρσ )
cucitrice (θηλ.ουσ)
cucitura (θηλ.ουσ)
cucù (ουσ αρσ )
cucù (ονοματ.)
cuculo (ουσ αρσ )
cucurbita (θηλ.ουσ)
cucurbitacee (θηλ. ουσ πληθ.)
cuffia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---