Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcucùlo, cùculo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kuˈkulo], [ˈkukulo] 1 μπούφος 2 ανόητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |