Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caposàldo (ουσ αρσ ) càppa (θηλ.ουσ)
caposcàla (ουσ αρσ και θηλ.) cappalùnga (θηλ.ουσ)
caposcuòla (ουσ αρσ και θηλ.) cappasànta (θηλ.ουσ)
caposervìzio (ουσ αρσ και θηλ.) cappeggiàre (ρ.αμτβ.)
caposezióne (ουσ αρσ και θηλ.) cappèlla (θηλ.ουσ)
caposoldo (ουσ αρσ ) cappellàccia (θηλ.ουσ)
caposquàdra (ουσ αρσ και θηλ.) cappellàccio (ουσ αρσ )
caposquadrìglia (ουσ αρσ και θηλ.) cappellàio (ουσ αρσ )
capostazióne (ουσ αρσ και θηλ.) cappellàno (ουσ αρσ )
capostìpite (ουσ αρσ και θηλ.) cappellàta (θηλ.ουσ)
capostórno (ουσ αρσ ) cappellerìa (θηλ.ουσ)
capotàre (ρ.αμτβ.) cappellétta (θηλ.ουσ)
capotàsto (ουσ αρσ ) cappellétto (ουσ αρσ )
capotàvola (ουσ αρσ και θηλ.) cappellièra (θηλ.ουσ)
capotècnico (ουσ αρσ ) cappellifìcio (ουσ αρσ )
capotimonière (ουσ αρσ ) cappèllo (ουσ αρσ )
capotrèno (ουσ αρσ και θηλ.) cappellóne (ουσ αρσ )
capotribù (ουσ αρσ και θηλ.) cappellòtto (ουσ αρσ )
capotùrno (ουσ αρσ και θηλ.) càpperi (επιφ.)
capouffìcio (ουσ αρσ και θηλ.) càppero (ουσ αρσ )
capovèrso (ουσ αρσ ) càppio (ουσ αρσ )
capovòlgere (ρ. μτβ.) capponàia (θηλ.ουσ)
capovòlgersi (ρ. μ. αμτβ.) cappóne (ουσ αρσ )
capovolgiménto (ουσ αρσ ) cappòtta (θηλ.ουσ)
càppa (ουσ αρσ και θηλ.) cappottàre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: