Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capouffìcio  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kapoufˈfiʧo]

προὶστάμενος γραφείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capoturno capoverso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capotecnico (ουσ αρσ )
capotimoniere (ουσ αρσ )
capotreno (ουσ αρσ και θηλ.)
capotribù (ουσ αρσ και θηλ.)
capoturno (ουσ αρσ και θηλ.)
capoufficio (ουσ αρσ και θηλ.)
capoverso (ουσ αρσ )
capovolgere (ρ. μτβ.)
capovolgersi (ρ. μ. αμτβ.)
capovolgimento (ουσ αρσ )
cappa (ουσ αρσ και θηλ.)
cappa (θηλ.ουσ)
cappalunga (θηλ.ουσ)
cappasanta (θηλ.ουσ)
cappeggiare (ρ.αμτβ.)
cappella (θηλ.ουσ)
cappellaccia (θηλ.ουσ)
cappellaccio (ουσ αρσ )
cappellaio (ουσ αρσ )
cappellano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---