capovèrso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kapoˈvɛrso]
1 εισαγωγή κενού διαστήματος
2 παραγραφοποίηση
3 οδόντωση (παραγράφου)
4 αρχή παραγράφου
5 αρχή γραμμής
6 παράγραφος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kapoˈvɛrso]
1 εισαγωγή κενού διαστήματος
2 παραγραφοποίηση
3 οδόντωση (παραγράφου)
4 αρχή παραγράφου
5 αρχή γραμμής
6 παράγραφος
permalink
capoverso (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android