Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capovèrso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈvɛrso]

1 εισαγωγή κενού διαστήματος
2 παραγραφοποίηση
3 οδόντωση (παραγράφου)
4 αρχή παραγράφου
5 αρχή γραμμής
6 παράγραφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capoufficio capovolgere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capotimoniere (ουσ αρσ )
capotreno (ουσ αρσ και θηλ.)
capotribù (ουσ αρσ και θηλ.)
capoturno (ουσ αρσ και θηλ.)
capoufficio (ουσ αρσ και θηλ.)
capoverso (ουσ αρσ )
capovolgere (ρ. μτβ.)
capovolgersi (ρ. μ. αμτβ.)
capovolgimento (ουσ αρσ )
cappa (ουσ αρσ και θηλ.)
cappa (θηλ.ουσ)
cappalunga (θηλ.ουσ)
cappasanta (θηλ.ουσ)
cappeggiare (ρ.αμτβ.)
cappella (θηλ.ουσ)
cappellaccia (θηλ.ουσ)
cappellaccio (ουσ αρσ )
cappellaio (ουσ αρσ )
cappellano (ουσ αρσ )
cappellata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---