Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cappellàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kappelˈlajo]

πιλοποιός ή καθαριστής καπέλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cappellaccio cappellano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cappasanta (θηλ.ουσ)
cappeggiare (ρ.αμτβ.)
cappella (θηλ.ουσ)
cappellaccia (θηλ.ουσ)
cappellaccio (ουσ αρσ )
cappellaio (ουσ αρσ )
cappellano (ουσ αρσ )
cappellata (θηλ.ουσ)
cappelleria (θηλ.ουσ)
cappelletta (θηλ.ουσ)
cappelletto (ουσ αρσ )
cappelliera (θηλ.ουσ)
cappellificio (ουσ αρσ )
cappello (ουσ αρσ )
cappellone (ουσ αρσ )
cappellotto (ουσ αρσ )
capperi (επιφ.)
cappero (ουσ αρσ )
cappio (ουσ αρσ )
capponaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---