Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cappellétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kappelˈletto]

1 καπέλο
2 φιτίλι ή ίσκα για οπισθογεμές όπλο
3 κουκούλα
4 άκρη κάλτσας
5 δέρμα μύτης παπουτσιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cappelletta cappelliera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cappellaio (ουσ αρσ )
cappellano (ουσ αρσ )
cappellata (θηλ.ουσ)
cappelleria (θηλ.ουσ)
cappelletta (θηλ.ουσ)
cappelletto (ουσ αρσ )
cappelliera (θηλ.ουσ)
cappellificio (ουσ αρσ )
cappello (ουσ αρσ )
cappellone (ουσ αρσ )
cappellotto (ουσ αρσ )
capperi (επιφ.)
cappero (ουσ αρσ )
cappio (ουσ αρσ )
capponaia (θηλ.ουσ)
cappone (ουσ αρσ )
cappotta (θηλ.ουσ)
cappottare (ρ.αμτβ.)
cappottata (θηλ.ουσ)
cappotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---