Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcappellòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kappelˈlɔtto] 1 καπελάκι πλέγματος λυχνίας 2 καπελάκι 3 καπέλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |