Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cappóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapˈpone]

ο ευνουχισμένος κόκορας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capponaia cappotta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cappellotto (ουσ αρσ )
capperi (επιφ.)
cappero (ουσ αρσ )
cappio (ουσ αρσ )
capponaia (θηλ.ουσ)
cappone (ουσ αρσ )
cappotta (θηλ.ουσ)
cappottare (ρ.αμτβ.)
cappottata (θηλ.ουσ)
cappotto (ουσ αρσ )
cappuccina (θηλ.ουσ)
cappuccino (αρσ. επίθ και ουσ)
cappuccio (ουσ αρσ )
capra (θηλ.ουσ)
capraio (ουσ αρσ )
caprareccia (θηλ.ουσ)
capretto (ουσ αρσ )
capriata (θηλ.ουσ)
capriccio (ουσ αρσ )
capriccioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---