Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcappùccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kapˈputʧo] 1 (copricapo) η κουκούλα 2 (di penna ecc.) το καπάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |