Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cappùccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapˈputʧo]

1 (copricapo) η κουκούλα
2 (di penna ecc.) το καπάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cappuccino capra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cappottare (ρ.αμτβ.)
cappottata (θηλ.ουσ)
cappotto (ουσ αρσ )
cappuccina (θηλ.ουσ)
cappuccino (αρσ. επίθ και ουσ)
cappuccio (ουσ αρσ )
capra (θηλ.ουσ)
capraio (ουσ αρσ )
caprareccia (θηλ.ουσ)
capretto (ουσ αρσ )
capriata (θηλ.ουσ)
capriccio (ουσ αρσ )
capriccioso (επίθ.)
capricorno (ουσ αρσ )
caprifico (ουσ αρσ )
caprifoglio (ουσ αρσ )
caprigno (επίθ.)
caprimulgo (ουσ αρσ )
caprino (ουσ αρσ )
caprino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---