Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caprifòglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapriˈfɔʎʎo]

αγιόκλημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caprifico caprigno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capriata (θηλ.ουσ)
capriccio (ουσ αρσ )
capriccioso (επίθ.)
capricorno (ουσ αρσ )
caprifico (ουσ αρσ )
caprifoglio (ουσ αρσ )
caprigno (επίθ.)
caprimulgo (ουσ αρσ )
caprino (ουσ αρσ )
caprino (επίθ.)
capriola (θηλ.ουσ)
capriolo (ουσ αρσ )
capro (ουσ αρσ )
caprone (ουσ αρσ )
capsula (θηλ.ουσ)
capsulismo (ουσ αρσ )
captare (ρ. μτβ.)
captivo (αρσ. επίθ και ουσ)
capufficio (ουσ αρσ και θηλ.)
capziosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---