ItalianoGreco


caprìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈprino]

1 κόπρανα κατσικιών
2 κατσικίσιο γάλα ή τυρί
3 τραγίλα (μυρωδιά του τράγου)

caprìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kaˈprino]

1 τραγίσιος
2 παρόμοιος με γίδα
3 κατσικίσιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---