Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàpsula
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkapsula] 1 διάδημα 2 κάψουλα 3 καψούλι 4 διάταξη γεμίσματος με εκρηκτικό 5 μεμβρανοειδής σάκος 6 περικάρπιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |