Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caràcca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈrakka]

μεγάλο γαλεόνι (πλοίο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carabottino carachiri  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capziosità (θηλ.ουσ)
carabattola (θηλ.ουσ)
carabina (θηλ.ουσ)
carabiniere (ουσ αρσ )
carabottino (ουσ αρσ )
caracca (θηλ.ουσ)
carachiri (ουσ αρσ )
caracollare (ρ.αμτβ.)
caracollo (ουσ αρσ )
caracul, caracùl (ουσ αρσ )
caradrio (ουσ αρσ )
caraffa (θηλ.ουσ)
caraibico (επίθ.)
caraita (ουσ αρσ και θηλ.)
carambola (θηλ.ουσ)
carambolare (ρ.αμτβ.)
caramella (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
caramellaio (ουσ αρσ )
caramellare (ρ. μτβ.)
caramello (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---