Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caràffa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈraffa]

η καράφα, η κανάτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caradrio caraibico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carachiri (ουσ αρσ )
caracollare (ρ.αμτβ.)
caracollo (ουσ αρσ )
caracul, caracùl (ουσ αρσ )
caradrio (ουσ αρσ )
caraffa (θηλ.ουσ)
caraibico (επίθ.)
caraita (ουσ αρσ και θηλ.)
carambola (θηλ.ουσ)
carambolare (ρ.αμτβ.)
caramella (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
caramellaio (ουσ αρσ )
caramellare (ρ. μτβ.)
caramello (αρσ. επίθ και ουσ)
caramelloso (επίθ.)
carampana (θηλ.ουσ)
carapace (ουσ αρσ )
caratare (ρ. μτβ.)
caratello (ουσ αρσ )
caratista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---