Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcaràdrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈradrjo] 1 χαραδριός (πτηνό) 2 βροχοπούλι (πτηνό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |