Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caramellóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [karamelˈloso], [karamelˈlozo]

1 όμοιος με καραμέλα
2 αδύνατος
3 αναποφάσιστος
4 επιτηδευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caramello carampana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carambolare (ρ.αμτβ.)
caramella (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
caramellaio (ουσ αρσ )
caramellare (ρ. μτβ.)
caramello (αρσ. επίθ και ουσ)
caramelloso (επίθ.)
carampana (θηλ.ουσ)
carapace (ουσ αρσ )
caratare (ρ. μτβ.)
caratello (ουσ αρσ )
caratista (ουσ αρσ και θηλ.)
carato (ουσ αρσ )
carattere (ουσ αρσ )
caratteriale (επίθ.)
caratterino (ουσ αρσ )
caratterismo (ουσ αρσ )
caratterista (ουσ αρσ και θηλ.)
caratteristica (θηλ.ουσ)
caratteristico (επίθ.)
caratterizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---