Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈrato]

1 καράτι
2 μονάδα βάρους πολυτίμων λίθων ίση με 200 mg


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caratista carattere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carampana (θηλ.ουσ)
carapace (ουσ αρσ )
caratare (ρ. μτβ.)
caratello (ουσ αρσ )
caratista (ουσ αρσ και θηλ.)
carato (ουσ αρσ )
carattere (ουσ αρσ )
caratteriale (επίθ.)
caratterino (ουσ αρσ )
caratterismo (ουσ αρσ )
caratterista (ουσ αρσ και θηλ.)
caratteristica (θηλ.ουσ)
caratteristico (επίθ.)
caratterizzare (ρ. μτβ.)
caratterizzazione (θηλ.ουσ)
caratterologia (θηλ.ουσ)
caratterologico (επίθ.)
caratura (θηλ.ουσ)
caravanserraglio (ουσ αρσ )
caravella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---