Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcaràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈrato] 1 καράτι 2 μονάδα βάρους πολυτίμων λίθων ίση με 200 mg permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |