Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caratterizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [karatteriddzatˈtsjone]

χαρακτηρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caratterizzare caratterologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caratterismo (ουσ αρσ )
caratterista (ουσ αρσ και θηλ.)
caratteristica (θηλ.ουσ)
caratteristico (επίθ.)
caratterizzare (ρ. μτβ.)
caratterizzazione (θηλ.ουσ)
caratterologia (θηλ.ουσ)
caratterologico (επίθ.)
caratura (θηλ.ουσ)
caravanserraglio (ουσ αρσ )
caravella (θηλ.ουσ)
carboidrato (ουσ αρσ )
carbonaia (θηλ.ουσ)
carbonaio (ουσ αρσ )
carbonatazione (θηλ.ουσ)
carbonato (ουσ αρσ )
carbonchio (ουσ αρσ )
carbonchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
carboncino (ουσ αρσ )
carbone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---