Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarbónchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karˈbonkjo] 1 κόκκινη πολύτιμη πέτρα 2 ερυσίβη 3 ρουμπίνι 4 άνθραξ (αρρώστια) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |