Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarbonàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karboˈnato] 1 εστέρας ή άλας ανθρακικού οξέως 2 ανθρακικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |