Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carbonàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karboˈnato]

1 εστέρας ή άλας ανθρακικού οξέως
2 ανθρακικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carbonatazione carbonchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caravella (θηλ.ουσ)
carboidrato (ουσ αρσ )
carbonaia (θηλ.ουσ)
carbonaio (ουσ αρσ )
carbonatazione (θηλ.ουσ)
carbonato (ουσ αρσ )
carbonchio (ουσ αρσ )
carbonchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
carboncino (ουσ αρσ )
carbone (ουσ αρσ )
carbonella (θηλ.ουσ)
carboneria (θηλ.ουσ)
carbonicazione (θηλ.ουσ)
carbonico (ουσ αρσ )
carbonico (επίθ.)
carboniera (θηλ.ουσ)
carboniere (ουσ αρσ )
carboniero (επίθ.)
carbonifero (ουσ αρσ )
carbonifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---